ὑπόθεμα

ὑπόθεμα
ὑπόθεμα
base
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπόθεμα — το / ὑπόθεμα, ΝΑ [ὑποτίθημι] καθετί που τοποθετείται κάτω από κάτι άλλο ως υποστήριγμα, ως θεμέλιο ή ως βάση νεοελλ. 1. (φαρμ.) το υπόθετο 2. βοτ. το τμήμα τού δέντρου στο οποίο γίνεται η ένθεση τού εμβολίου και το οποίο δίνει το ριζικό σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • υπόθεμα — το, ατος 1. υπόστρωμα, υπόβαθρο, βάση. 2. (ιατρ.), υπόθετο (βλ. λ.). 3. τμήμα του δέντρου, όπου στερεώνεται το μπόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποθεμάτων — ὑπόθεμα base neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθέμασι — ὑπόθεμα base neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθέμασιν — ὑπόθεμα base neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθέματα — ὑπόθεμα base neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθέματι — ὑπόθεμα base neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθέματος — ὑπόθεμα base neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • βάτα — Αραιό στρώμα βαμβακιού που έχει και στις δύο πλευρές του επίχρισμα ξερής κόλλας και χρησιμοποιείται στη ραπτική για υπόθεμα ενδυμάτων και αντρικών καπέλων. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική watte ή τη γαλλική ouate. Η β. κατασκευάζεται με ειδική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”